στενότης

στενότης
στενότης
narrowness
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στεινότητα — στενότης narrowness fem acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενότησιν — στενότης narrowness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενότητα — στενότης narrowness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενότητας — στενότης narrowness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενότητες — στενότης narrowness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενότητι — στενότης narrowness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενότητος — στενότης narrowness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενότητα — η / στενότης, ητος, ΝΜΑ, και ιων. τ. στεινοτης Α [στενός] 1. η ιδιότητα τού στενού, το να είναι κάτι στενό («στενότητα χώρου») 2. συνεκδ. έλλειψη, ανεπάρκεια (α. «οικονομική στενότητα» ποσοτική και ποιοτική ανεπάρκεια αγαθών και παραγωγικών… …   Dictionary of Greek

  • στεινότης — ἡ, Α βλ. στενότης …   Dictionary of Greek

  • στενοτεία — ἡ, Α [στενότης] φτώχεια, πενία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”